πίεξις

πίεξις
-έξιος, ἡ, Α
ιων. τ. αντί πίεσις*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”